Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁ αὐτὸς τῷ λίθῳ

См. также в других словарях:

  • οκριόεις — ὀκριόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για ακατέργαστη πέτρα) αυτός που έχει πολλές εξοχές, που έχει ανώμαλη επιφάνεια, τραχύς («τῇ ῥ ἐπὶ οἶ μεμαῶτα βάλειν λίθῳ ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ.) 2. οξύς, αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «ανώμαλη προεξοχή, τραχεία επιφάνεια» …   Dictionary of Greek

  • σφραγιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ μσν. ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.) αρχ. δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα τὴρ (πρβλ. κομισ τήρ, σωφρονισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»